- γεμίσω
- γεμίζωfill full ofaor subj act 1st sgγεμίζωfill full offut ind act 1st sgγεμίζωfill full ofaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
προσαμμώνω — Ν καλύπτω κάτι με άμμο, ρίχνω άμμο προκειμένου να γεμίσω κενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + άμμος + κατάλ. ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Κ. Παπαγεωργίου] … Dictionary of Greek
επιχωματώνω — επιχωμάτωσα, επιχωματώθηκα, επιχωματωμένος, μτβ., σχηματίζω με χώμα σωρό για να γεμίσω κοίλωμα ή για να ανυψώσω το έδαφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)